- κομμένος
- η , ο1) разрезанный; разорванный; порванный; 2) отрезанный;
§ είμαι κομμένος — я чувствую слабость, упадок сил
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ είμαι κομμένος — я чувствую слабость, упадок сил
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καρτός — καρτός, ή, όν (AM) 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κόψει σε τεμάχια 2. ο κομμένος σε τεμάχια αρχ. ο κομμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι λείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρ τός (< θ. καρ , συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα τής ρίζας κερ τού κείρω,… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
μυαλοκομμένος — η, ο λιγόμυαλος, ελαφρόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυαλό + κομμένος (< κόβω), πρβλ. βλογιο κομμένος] … Dictionary of Greek
τομαίος — ον, θηλ. και αία Α (ποιητ. τ.) 1. κομμένος, αποκομμένος («χαίτη τ οὔτις τομαῑος», Ευρ.) 2. κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος 3. μτφ. αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με τομή 4. φρ. «ἄκος τομαῑον» ιαματικό φυτό… … Dictionary of Greek
χοντροκομμένος — η, ο, Ν 1. αλεσμένος σε χοντρούς κόκκους («χοντροκομμένος καφές») 2. κομμένος σε χοντρά κομμάτια 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει τα μέλη του χοντρά ή τα χαρακτηριστικά του αδρά, χοντροκαμωμένος 4. κατασκευασμένος με άτεχνο τρόπο («χοντροκομμένη… … Dictionary of Greek
ψαλιδιστός — ή, ό επίρρ. ά 1. κομμένος ολόγυρα με ψαλίδι. 2. ο κομμένος σαν ψαλίδι: Ήρθαν τα χελιδόνια με τις ψαλιδιστές ουρές τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
έντυπος — η, ο (Α ἔντυπος, ον) ο τυπωμένος νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται με εκτύπωση, τυπωμένος, σταμπαρισμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το έντυπο(ν) τυπωμένο βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς το χειρόγραφο ή δακτυλογραφημένο ή… … Dictionary of Greek